συντονίζω

Greek Monolingual

Ν σύντονος
1. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο ως προς τον τόνο ή τον ρυθμό
2. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο, εναρμονίζω («η αντιπολίτευση πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της»)
3. (ειδικά) διευθύνω συζήτηση με πολλούς ομιλητές.