Ν σύντονος1. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο ως προς τον τόνο ή τον ρυθμό2. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο, εναρμονίζω («η αντιπολίτευση πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της»)3. (ειδικά) διευθύνω συζήτηση με πολλούς ομιλητές.