συσκηνέω
English (LSJ)
A live in the same tent with another, lodge together, X. HG3.2.8; ἐν τῷ αὐτῷ ib.5.3.20; τινι with one, Id.Lac.13.1; mess together, ib.5.4, Cyr.2.2.1, 3.2.25.
2 share the same berth on board ship, [μοι] BGU1817.13 (i B.C.).
French (Bailly abrégé)
συσκηνῶ :
1 loger sous la même tente avec, τινι;
2 p. ext. vivre ou manger ensemble.
Étymologie: σύσκηνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκηνέω [σύσκηνος] samen in een tent verblijven; samen aan tafel zitten. Xen. Cyr. 2.2.1.
German (Pape)
v. συσκηνάω.
Russian (Dvoretsky)
συσκηνέω:
1 жить в одной палатке (τινι Xen.);
2 есть за одним столом Xen.
Greek (Liddell-Scott)
συσκηνέω: διαμένω ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ μετά τινος ἄλλου, ὡς τὸ ὁμοσκηνέω, διαμένω ὁμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 8· ἐν τῷ αὐτῷ 5. 3, 20· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 13, 1· διαιτῶμαι ὁμοῦ, αὐτόθι 5, 4, Κύρ. 3. 2, 1., 3, 2, 25.
Greek Monotonic
συσκηνέω: μέλ. -ήσω, διαμένω στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλον, συγκατοικώ, συνοικώ, τρώγω κάτι, σε Ξεν.· τινί, με κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to live in the same tent with another, to mess together, Xen.; τινί with one, Xen.