συσκότιση

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να γίνεται κάτι εντελώς σκοτεινό
2. μτφ. δημιουργία σύγχυσης, μπέρδεμα
3. στρ. απαγόρευση της χρήσης φωτισμού κατά τη νύχτα, η οποία επιβάλλεται για να εμποδίσει τον εντοπισμό κατοικημένων περιοχών ή στρατοπέδων από την εχθρική παρατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσκοτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συσκότισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].