μπέρδεμα

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

και μπέρδευμα, το (Μ μπέρδεμα) μπερδεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπερδεύω, περιπλοκή, μπλέξιμο
νεοελλ.
1. ανάμιξη διαφορετικών και ομοειδών αντικειμένων, ανακάτωμα, σύγχυση («αν δεν υπήρχε αυτό το μπέρδεμα με τις ταυτότητες, θα είχα βγάλει την άδεια του γάμου νωρίτερα»)
2. εσφαλμένη αντίληψη
3. εμπλοκή σε δυσάρεστη ή ύποπτη υπόθεση («έχει μπερδέματα με την αστυνομία»)
4. ερωτικό μπλέξιμο.