συστύφω

English (LSJ)

[ῡ], draw together, contract, τὰ στόματα τῶν φλεβῶν Hp. Vict.3.70 (v.l.):—Pass., to be gloomy, morose, Sch.Ar.Ra.1545, dub. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 1046] zusammenziehen, auch συστυφόω, Hesych. erkl. συνεστυφωμένοι, συνεσκυθρωπακότες.

Greek (Liddell-Scott)

συστύφω: [ῡ], συνέλκω, συστέλλω, ὅκως ἂν συστυφῇ τὰ στόματα τῶν φλεβῶν Ἱππ. 369. 33. - Παθ., σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής, «συνεστυμμένοις καὶ στυγνοῖς» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1497. Καθ’ Ἡσύχ.: «συνστῦψαι· σκυθρωπάσαι», καί: «συνέστυβας· συνεσκυθρώπακας», καί: «συνέστυβεν· ὁμοίως ἐσκυθρώπακεν», καί: «συνεστυφωμένοι· συνεσκυθρωπακότες».

Greek Monolingual

και συστυφῶ, -όω, Α
1. συστέλλω
2. μέσ. συστυφομαι και συστυφοῦμαι, -όομαι
σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στύφω «συστέλλω, συμπυκνώνω»].