σφαιροπλέα

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος χλωροφυκών τών γλυκών στάσιμων υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphaeroplea (< σφαίρα + πλέως / πλέος «πλήρης, γεμάτος»)].