σφυρό

Greek Monolingual

το / σφυρόν, ΝΜΑ
καθεμιά από τις οστεώδεις προεξοχές του κάτω άκρου του οστού της κνήμης και της περόνης από τις οποίες η έσω, που είναι και παχύτερη, αποτελεί απόφυση του κυρίως κνημικού οστού, ενώ η έξω, που είναι και πιο λεπτή, αποτελεί απόφυση του οστού της περόνης, ο αστράγαλος, κν. κότσι
μσν.-αρχ.
μτφ. πρόποδες όρους, υπώρειες
αρχ.
συνεκδ. ολόκληρο το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σφυρόν ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)p)h)r- της ΙΕ ρίζας (s)p(h)er- «πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» (βλ. λ. σπαίρω) με απόδοση του φωνηεντικού -r -ως -υρ- (βλ. λ. σφύρα) και συνδέεται με αρχ. ινδ. sphurati «πηδώ» και αρχ. άνω γερμ. spuri-halz «κουτσός» (πιθ. μέσω μιας σημ. «με παράλυτους αστραγάλους»), spor «ίχνος πέλματος», sporo «πτερνιστήρας». Στην ίδια οικογένεια με ιδιαίτερες σημασιολογικές εξελίξεις ανάγονται και οι τ. σφαῖρα και σφῦρα].