σχάσμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A incision, Hp.Ulc.24.27.
II release, letting off, of an engine, Ph.Bel.69.1.

German (Pape)

[Seite 1053] τό, die geschröpfte Stelle, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχάσμα: τό, (σχάζω) ἐγκοπή, ἐντομή, Ἱππ. 882C, 883Α, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Littré ἐν 881G (ἀντὶ χάσμοισι).

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α σχάζω
1. εντομή, σχάση
2. (για μηχανή) χαλάρωση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχάσμα -ατος, τó [σχάζω] incisie. Hp.