σχολαστήριον

English (LSJ)

τό, place for passing leisurein, Plu.Luc.42, Moschio ap.Ath.5.207e.

German (Pape)

[Seite 1058] τό, Aufenthalt in Mußestunden, Ort zum Ausruhen; Plut. Lucull. 42; vgl. Ath. V, 208 a.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salle de repos ou d'étude.
Étymologie: σχολάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολαστήριον -ου, τό [σχολάζω] studiezaal. Plut. Luc. 42.1.

Russian (Dvoretsky)

σχολαστήριον: τό помещение для отдыха Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαστήριον: τό, (σχολάζω) τόπος ἐν ᾧ διέρχεταί τις τὸν καιρὸν του, ἐν ᾧ σχολάζει τις, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207Ε.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τόπος όπου περνάει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. σπουδαστήριον)].

Greek Monotonic

σχολαστήριον: τό, ο τόπος οπου περνάει κάποιος την ώρα του, όπου κάποιος συχνάζει κατά τον ελεύθερο χρόνο του, δωμάτιο ανάπαυσης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σχολαστήριον, ου, τό,
a place for passing leisure in, Plut.