σχολιάζω

English (LSJ)

write scholia on or write commentaries on, τὰ Λυκόφρονος Tz.ad Lyc.1446.

Greek (Liddell-Scott)

σχολιάζω: ἑρμηνεύω τι διὰ σχολίων, οἱ τὰ τοῦ Λυκόφρονος πρὸ ἡμῶν σχολιάσαντες Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1446, πρβλ. Κραμ. Ἀν. Ὀξ. τ. 3, σ. 366, 3, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΜ
γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω
νεοελλ.
1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων
2. επικρίνω
3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» — έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιο(ν). Για την αρνητική σημ. του ρ. «επικρίνω, κουτσομπολεύω» βλ. λ. σχολή.