σωκέω

English (LSJ)

A have power or have strength, A.Eu.36.
2 c. inf., to be in a condition to or be in a state to do, S.El.119 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1059] Kraft haben, vermögen, können, im Stande sein; Aesch. Eum. 36; Soph. El. 118.

French (Bailly abrégé)

σωκῶ :
avoir la force, avoir la puissance ; avec l'inf. : avoir le pouvoir de.
Étymologie: σῶκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωκέω [σῶκος] kracht hebben; met inf.: μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος = ik heb niet meer de kracht om alleen de last te dragen Soph. El. 119.

Russian (Dvoretsky)

σωκέω:
1 быть сильным, иметь силы Aesch.;
2 быть в силах, быть в состоянии (ἄγειν λύπης ἄχθος Soph.).

Greek Monotonic

σωκέω:1. μόνον στον ενεστ., έχω δύναμη ή ισχύ, σε Αισχύλ.
2. με απαρ., είμαι ικανός, είμαι σε θέση ή στην κατάσταση να πράξω κάτι, δύναμαι, μπορώ, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σωκέω: ἔχω δύναμιν ἢ ἰσχύν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. 2) μετ’ ἀπαρεμφ., εἶμαι ἱκανός, εἶμαι εἰς κατάστασιν νὰ πράξω τι, Σοφ. Ἠλ. 119.

Middle Liddell

only in pres.]
1. to have strength, Aesch.
2. c. inf. to be in a condition to do, Soph.