σωματογνωσία

Greek Monolingual

η, Ν
(ψυχολ.) η εικόνα που έχει κάθε άτομο για το σώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + γνώση (πρβλ. αρχαιογνωσία)].