αρχαιογνωσία

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

η
η γνώση της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -γνωσία < -γνωτός < γιγνώσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη ως απόδοση του γερμ. Alterthumskunde].