σωματοκάπηλος
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, = σωματέμπορος, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, = σωματέμπορος, καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κάπηλος (πρβλ. ιματιοκάπηλος)].