σωμᾰτοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ σῶμα, μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.
-ον, Μαυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατροκτόνος.