σύγχορδος

English (LSJ)

σύγχορδον, in harmony, of musical strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.

German (Pape)

[Seite 971] eigtl. von Saiten, zusammenstimmend, harmonirend, übh. zusammenpassend, Hesych. v. ἀντίχορδα.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχορδος: -ον, ἁρμονικός, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίχορδα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγχορδος].