σύγχρους

English (LSJ)

-ουν, contr. for σύγχροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύγχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].

Middle Liddell

σύγ-χρους, ουν, χρόα
of like colour or look, Polyb.

German (Pape)

zusammengezogen aus σύγχροος.