σύδην
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (σεύω) impetuously, hurriedly, ς… αἴρονται φυγήν A.Pers.480.
German (Pape)
[Seite 972] (σεύω) adv., mit Ungestüm, heftig, σύδην κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν, Aesch. Pers. 492.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec impétuosité.
Étymologie: σεύω, -δην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύδην [σεύω] adv., in snelle vaart, halsoverkop.
Russian (Dvoretsky)
σύδην: (ῠ) adv. σεύω стремительно, поспешно (αἴρεσθαι φυγήν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (σεύω) ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, μετὰ σπουδῆς, σ. αἴρεσθαι φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 480.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην), βλ. και λ. πανσυδί.
Greek Monotonic
σύδην: [ῠ], επίρρ. (σεύω), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
σεύω
impetuously, hurriedly, Aesch.