σύνολο

Greek Monolingual

το, Ν
1. το όλο πλήθος ενός αριθμού προσώπων ή πραγμάτων, πολλά πρόσωπα ή πράγματα λαμβανόμενα ως ενιαία ολότητα (α. «το σύνολο τών εσόδων και εξόδων της επιχείρησης» β. «το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας»)
2. μαθημ. άπειρο ή πεπερασμένο πλήθος διακεκριμένων οντοτήτων, τών στοιχείων, λαμβανόμενων ως ενιαία ολότητα, το οποίο δίδεται είτε με την υπόδειξή τους είτε με την κατάδειξη μιας κοινής και αποκλειστικά δικής τους χαρακτηριστικής ιδιότητας που επιτρέπει να αποφανθεί κανείς αν ένα ορισμένο στοιχείο ανήκει στο θεωρούμενο σύνολο (α. «το σύνολο τών βιβλίων της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης» β. «το σύνολο τών πραγματικών αριθμών»)
3. πλήρης συνδυασμός ενδυμασίας («είδα ένα ωραίο σύνολο στο γειτονικό κατάστημα»)
4. (ως επίρρ.) συνολικά
5. φρ. α) «εν [τω] συνόλω» — συνολικά
β) «θεωρία τών συνόλων»
μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών συνόλων και τών πράξεων που μπορούν να εκτελεστούν σ' αυτά
γ) «πεπερασμένο σύνολο»
μαθημ. σύνολο που περιέχει πεπερασμένο αριθμό στοιχείων, όπως είναι λ.χ. οι διαιρέτες ενός αριθμού
δ) «άπειρο σύνολο»
μαθημ. σύνολο που περιέχει άπειρο αριθμό στοιχείων, όπως είναι λ.χ. το σύνολο τών πολλαπλασίων ενός αριθμού
ε) «αριθμήσιμο σύνολο»
μαθημ. σύνολο του οποίου τα στοιχεία μπορούν να αντιστοιχηθούν αμφιμονοσήμαντα με τα στοιχεία του συνόλου τών φυσικών αριθμών
στ) «κενό σύνολο»
μαθημ. σύνολο που δεν περιέχει κανένα στοιχείο και συμβολίζεται ως O, αλλ. μηδενικό σύνολο
ζ) «ισοδύναμο σύνολο»
μαθημ. σύνολο του οποίου τα στοιχεία είναι ένα προς ένα αντίστοιχα με τα στοιχεία ενός άλλου συνόλου
η) «κλειστό σύνολο»
μαθημ. σύνολο του οποίου η παράγωγος είναι υποσύνολο του συνόλου αυτού
θ) «διατεταγμένο σύνολο»
μαθημ. σύνολο στο οποίο έχει οριστεί μια σχέση διάταξης, μερική ή γνήσια
ι) «καθολικό σύνολο Ω»
μαθημ. το σύνολο που περιέχει όλα τα στοιχεία μιας καθορισμένης κλάσης αντικειμένων, όπως είναι λ.χ. τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου
ια) «παράγωγος συνόλου»
μαθημ. το σύνολο τών σημείων συσσώρευσης του δοθέντος συνόλου
ιβ) «οικογένεια συνόλων»
μαθημ. σύνολο του οποίου τα στοιχεία είναι μόνον σύνολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σύνολος. Η λ., στον πληθ. σύνολα, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία Χριστουγεννιάτικη].