κατάδειξη
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
Greek Monolingual
η
1. η σαφής δήλωση
2. η τεκμηρίωση, η ύπαρξη αποδείξεων για κάτι
3. φρ. στρ. «κατάδειξη στόχου» — η υπόδειξη της ακριβούς θέσης ενός στρατιωτικού στόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδείκνυμι. Η λ., στον λόγιο τ. κατάδειξις, μαρτυρείται από το 1843 στον Στέφανο Κουμανούδη].