σύρσιμο

Greek Monolingual

και σούρσιμο, το, Ν
1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη
2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. -σιμό (πρβλ. φέρσιμο)].