τάνυσμα

Greek Monolingual

το, Ν
[[τανύ(ζ)ω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τανύω, τέντωμα
2. τέντωμα του κορμού, τών μελών του σώματος από νωθρότητα ή κόπωση ή συνήθως μετά από χασμουρητό, ανακλάδισμα
3. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο.