τάρφος

English (LSJ)

εος, τό, thicket, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθέης ἐν τ. ὕλης 15.606; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα A.R.4.1238. (From τρέφω thicken.)

German (Pape)

[Seite 1072] τό (mit τρέφω, dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.

Russian (Dvoretsky)

τάρφος: εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνὸν φύλλωμα, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Ἰλ. Ε. 555 βαθέης ἐνὶ τ. ὑ. Ο. 606· τάρφεα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1238. (Ἐκ τοῦ τρεφέω, πυκνὸν ποιῶ).

English (Autenrieth)

εος (τρέφω): thicket, only dat. pl., ἐν τάρφεσιν ὕλης, Il. 5.555 and Il. 15.606.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταρφ- του τρέφω. Παράλληλα με το επίθ. ταρφύς μαρτυρείται ο πληθ. θηλυκού ταρφειαί (πρβλ. θαμειαί, πυκιναί), από όπου το επίθ. ταρφειός].

Greek Monotonic

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ. (Από το τρέφω = κάνω κάτι πυκνό, πυκνώνω).

Middle Liddell

τάρφος, εος,
a thicket, Il. [From τρέφω to thicken.]