κρατύς

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτῠ́ς Medium diacritics: κρατύς Low diacritics: κρατύς Capitals: ΚΡΑΤΥΣ
Transliteration A: kratýs Transliteration B: kratys Transliteration C: kratys Beta Code: kratu/s

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, strong, mighty, in Hom. always epithet of Hermes, κρατὺς Ἀργειφόντης Il.16.181,24.345, Od.5.49. (For a doubtful fem. κράταια, v. κραταιίς.)

French (Bailly abrégé)

adj. m.
seul. nomin.
fort, puissant.
Étymologie: κράτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατύς [~ κράτος] alleen Hom., sterk, machtig: κ. Ἀργεϊφόντης de sterke Argosdoder (epithet van Hermes).

German (Pape)

ὁ, = κρατερός, nur nom.; κρατὺς Ἀργειφόντης Il. 16.181 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτύς: (ῠ) adj. m могучий (Ἀργεϊφόντης Hom., HH).

English (Autenrieth)

= κρατερός, epithet of Hermes.

Greek Monolingual

κρατύς, ὁ (Α)
ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ- (βλ. κράτος) + επίθημα -ύς (πρβλ. βραχύς, πλατύς)].

Greek Monotonic

κρᾰτύς: [ῠ], ὁ, όπως το κρατερός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτύς: ῠ, εως, ὁ, ὡς τὸ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, κρατὺς Ἀργειφόντης Ἰλ. Π. 181., Ω. 345, Ὀδ. Ε. 49· πρβλ. κράτιστος.

Middle Liddell

strong, mighty, Hom.