τέκμαρσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A judging from signs: esp. Medic., judging or determining from symptoms, Hp.Acut.2: generally, οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι affords no just ground for inference so as to alarm us, Th.2.87; τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, D.H.7.71; τ. ἔχειν to have its interpretation, of a dream, D.C.47.46.
II skill in determining, insight, γυναικείᾳ τεκμάρσει D.H.1.78.

German (Pape)

[Seite 1082] ἡ, das Muthmaßen, Schließen aus Kennzeichen, Thuc. 2, 87.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
indice, fondement d'une supposition.
Étymologie: τεκμαίρω.

Russian (Dvoretsky)

τέκμαρσις: εως ἡ (умо)заключение, предположение: οὐ δικαίαν ἔχει τέκμαρσιν τὸ ἐκφοβῆσαι Thuc. нет реального основания для боязни.

Greek (Liddell-Scott)

τέκμαρσις: ἡ, τὸ κρίνειν ἐκ βεβαίων σημείων· μάλιστα παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τὸ κρίνειν ἐκ συμπτωμάτων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, πρβλ. Foës Oec.· καθόλου, οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι, δὲν παρέχει εὔλογόν τινα αἰτίαν (ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ ἀποτέλεσμα) ὥστε νὰ προξενήσῃ ὑμῖν φόβον, Θουκ. 2. 87· τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, Διον. Ἁλκ. 7. 71· τ. ἔχειν, ἑρμηνείαν, ἐπὶ ὀνείρου, Δίων Κ. 47, 46. ΙΙ. ἐμπειρίαδεξιότης εἰς τὸ τεκμαίρεσθαι, ὀξύνοια, ἀγχίνοια, ταχύνοια, γυναικείᾳ τεκμάρσει Διον. Ἁλ. 1. 78.

Greek Monotonic

τέκμαρσις: ἡ (τεκμαίρομαι), κρίση από βέβαια σημάδια.

Middle Liddell

τέκμαρσις, εως, τεκμαίρομαι
a judging from sure signs.