ταγεία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1063] ὴ, Amt, Würde des ταγός, das Beherrschen, der Oberbefehl, die oberste Leitung, Anführung, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 4, 34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge de ταγός.
Russian (Dvoretsky)
τᾱγεία: ἡ предводительство(вание), командование Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ ταγοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 34.
Greek Monolingual
ἡ, Α ταγεύω
το αξίωμα και το λειτούργημα του ταγού.