ταμπλάς
Greek Monolingual
(I)
και ταβλάς, ο, Ν
1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («του έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια»)
2. ο δίσκος, το τάσι της ζυγαριάς
3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα σε πλαίσιο, αλλ. τύμπανο
4. μεγάλος ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούνται ποτήρια, πιάτα και άλλα μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabla].
(II)
ο, Ν
ο νταμπλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damla (βλ. και λ. νταμπλάς].