ταξίλοχος

English (LSJ)

[ῐ], ον, commanding a λόχος or division, τ. λαῶν Arist. Pepl.9.

German (Pape)

[Seite 1068] eine Heerschaar ordnend, λαῶν, Arist. ep. (App. 9, 5).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui range ou dirige une troupe.
Étymologie: τάσσω, λόχος.

Russian (Dvoretsky)

ταξίλοχος:начальник отряда, командир Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ταξίλοχος: -ον, ὁ διοικῶν λόχον, ταξ. λαῶν Ἀνθολ. Π. παράρτ. 9. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + λόχος (πρβλ. ναύλοχος)].

Greek Monotonic

ταξίλοχος: -ον, αυτός που διοικεί λόχον ή μεραρχία, σε Ανθ.

Middle Liddell

ταξί-λοχος, ον,
commanding a λόχος or division, Anth.