ταυρόδετος

English (LSJ)

ταυρόδετον, made from bull's hide, κόλλα E.Fr.472.7 (s.v.l., anap.).

German (Pape)

[Seite 1073] mit Stierleim gebunden, befestigt, Eur. frg. Cret. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fixé avec de la colle de bœuf.
Étymologie: ταῦρος, δέω¹.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόδετος: приготовленный из быка для скрепления: τ. κόλλα Eur. бычачий клей.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόδετος: -ον, πεποιημένος ἐκ δέρματος ταύρου, κόλλα Εὐρ. Ἀποσπ. 474. 7, πρβλ. ταυρόκολλα.

Greek Monolingual

-ον, Α
παρασκευασμένος από δέρμα ταύρου («ταυρόδετος κόλλα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + δετός (< δέω «δένω»), πρβλ. ἐλεφαντόδετος].