ἐλεφαντόδετος
From LSJ
English (LSJ)
ἐλεφαντόδετον, inlaid with ivory, δόμοι E.IA582 (lyr.); φόρμιγξ Ar.Av.219 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que tiene incrustaciones de marfil θρόνοι E.IA 582, φόρμιγξ Ar.Au.218, cf. Synes.Hymn.7.2.
German (Pape)
[Seite 796] mit Elfenbein verbunden; φόρμιγξ Ar. Av. 218; damit verziert, δόμοι Eur. I. A. 582.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
orné d'ivoire.
Étymologie: ἐλέφας, δέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεφαντόδετος: скрепленный, т. е. отделанный слоновой костью (δόμοι Eur.; φόρμιγξ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφαντόδετος: -ον, δι’ ἐλέφαντος κεκοσμημένος, δόμοι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 583· φόρμιγξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 218.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐλεφαντόδετος, -ον)
ο δεμένος ή στολισμένος με ελεφαντόδοντο.
Greek Monotonic
ἐλεφαντόδετος: -ον, διακοσμημένος με φίλντισι, δεμένος με ελεφαντοστό, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐλεφαντό-δετος, ον
inlaid with ivory, Ar.