ταχύσκαπτο

Greek Monolingual

το, Ν
στρ.
1. όρυγμα ή χαράκωμα το οποίο σκάβουν οι στρατιώτες σε μικρό χρονικό διάστημα
2. καταφύγιο με μορφή ρηχού χαρακώματος το οποίο δημιουργείται σε μικρό χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται για την κάλυψη του στρατιωτικού προσωπικού κατά τις αεροπορικές επιδρομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + σκαπτός (< σκάπτω). Η λ. στον πληθ., ταχύσκαπτα, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].