τεκνοποιώ

Greek Monolingual

τεκνοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τεκνοποιός
γεννώ, αποκτώ παιδιά
μσν.-αρχ.
υιοθετώ
αρχ.
μέσ. τεκνοποιοῦμαι
(για πτηνά) αποκτώ νεοσσούς.