τεκνοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τεκνοποιόςγεννώ, αποκτώ παιδιάμσν.-αρχ.υιοθετώαρχ.μέσ. τεκνοποιοῦμαι(για πτηνά) αποκτώ νεοσσούς.