τεκνοποιός
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
τεκνοποιόν, of the wife, child-bearing, Hdt.1.59, 5.40; of the husband, child-begetting, E.Tr.853 (lyr.): τὰ τ. ἀφροδίσια legitimate sexual intercourse, opp. to unnatural crimes, X.Hier.1.29.
German (Pape)
[Seite 1083] Kinder machend, sowohl gebärend, γυνή, Her. 1, 59, als zeugend, πόσις, Eur. Troad. 853; dah. τὰ τεκνοποιὰ ἀφροδίσια, Xen. Hier. 1, 29, mit Frauen, im Gegensatz der παιδικά. – Übh. fähig zu gebären, fruchtbar, Her. 5, 40.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui procrée ou enfante.
Étymologie: τέκνον, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
τεκνοποιός: рождающий детей (γυνή Her.; πόσις Eur.; τὰ ἀφροδίσια Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοποιός: -όν, ἐπὶ τῆς γυναικός, ἡ τίκτουσα τέκνα, Ἡρόδ. 1, 59., 5. 40· ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς, ὁ τεκνοποιῶν, Εὐρ. Τρῳ. 853· ― τὰ τεκνοποιὰ ἀφροδίσια, ἡ κατὰ φύσιν σαρκικὴ μῖξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ παρὰ φύσιν κακουργούμενα, Ξεν. Ἱέρ. 1, 29.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
μσν.
φρ. «τὰ τεκνοποιὰ ὄργανα» — τα γεννητικά όργανα
αρχ.
1. αυτός που γεννά πολλά παιδιά (α. «τεκνοποιὸν πόσιν», Ευρ.
β. «γυνὴ τεκνοποιός», Ηρόδ.)
2. φρ. «τὰ τεκνοποιὰ ἀφροδίσια» — η φυσιολογική συνουσία, σε αντιδιαστολή προς την ομοφυλοφιλική μεταξύ ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -ποιός].
Greek Monotonic
τεκνοποιός: -όν (ποιέω), λέγεται για τη σύζυγο, που γεννά παιδιά, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον σύζυγο, που παράγει παιδιά, σε Ευρ.
Middle Liddell
τεκνο-ποιός, όν ποιέω
of the wife, child-bearing, Hdt.; of the husband, child-begetting, Eur.