τελείωμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A completion, τῆς οἰκίας Arist.Ph.246a17; τῆς ψυχῆς Aq.Jb. 12.2, Eun.VS p.500 B.
2 Thess. τελείουμα, dedication on the occasion of τελείωσις ΙΙ, IG9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] τό, = τελείωσις, LXX.

Russian (Dvoretsky)

τελείωμα: ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τελείωμα: ὡς καὶ νῦν, συμπλήρωσις, τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· τελειότης, τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α τελειῶ, -ώνω
συμπλήρωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το τελείωμα του φουστανιού»)
2. εξάντληση («το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του»)
3. στον πληθ. τα τελειώματα
οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες
μσν.-αρχ.
τελειοποίηση, τελειότητατελείωμα τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)
αρχ.
αφιέρωση με την ευκαιρία της τελείωσης, της ενηλικίωσης.