τερατογόνος

English (LSJ)

τερατογόνον, favouring the birth of monsters, Vett.Val.18.1.

Greek Monolingual

-ο, ΝΑ, θηλ. και τερατογόνα Ν
αυτός που γεννά ή προκαλεί τη γέννηση τεράτων
νεοελλ.
φρ. «τερατογόνοι παράγοντες» — φυσικοί, μηχανικοί, χημικοί ή μικροβιολογικοί παράγοντες που επιδρούν στο έμβρυο ή στο ωάριο και προκαλούν τη γένεση τερατωδών μορφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωογόνος.