τερματίζω

English (LSJ)

limit, bound, Str.9.4.2; make an end of, finish, τι S.E.M.10.102; τρεῖς δεκάδας Epigr.Gr.539 (Phanagoria):—Pass., τ. εἰς τὸ ἄδηλον Hippod. ap. Stob.4.34.71, cf. Ruf.Anat.38, Gal. 14.794, Vett.Val.245.10:—Med., have as one's end, γῆρας τ. βαρύ E. Fr.952 cod.Orion. (ἑρμ- Nauck).

German (Pape)

[Seite 1094] begränzen; ψαῦσιν, S. Emp. adv. phys. 2, 102; Strab.; VLL.

Russian (Dvoretsky)

τερμᾰτίζω: кончать, оканчивать (τι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

τερμᾰτίζω: ὡς τὸ ὁρίζω, Στράβ. 425· ἐπιθέτω τέρμα, τελειώνω, τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 102· τρεῖς δεκάδας Συλλ. Ἐπιγρ. 2127. - Παθ., τ. εἰς τὸ ἄδηλον Στοβ. 534. 41.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τέρμα, -ατος]
1. θέτω τέρμα σε κάτι (α. «τερμάτισε την προσπάθειά του» β. «τερματίζοντα τὴν κυκλικὴν αποκατάστασιν», Επιφάν.)
2. (το μέσ.) τερματίζομαι
λήγω, καταλήγω, τελειώνω (α. «σήμερα τερματίζονται οι εργασίες της διάσκεψης» β. «ἐπὶ τὰ ἄνω χωρεῖν καὶ ἐκεῖ τερματίζεσθαι», Γαλ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) (κυρίως σε αγώνα ταχύτητας ή αντοχής) φθάνω στο τέρμα («τερμάτισε πρώτος»)
2. μτφ. α) σταματώ, διακόπτω («τερμάτισαν τις συνομιλίες λόγω νέων διαφωνιών που προέκυψαν»)
β) φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω
μσν.
(αμτβ.) έχω ως όριο, περατώνομαι («ἀρχήν μὲν ἔχον [τὸ θέμα] ἀπὸ τῆς Μηροῦ, τερματίζον δὲ μέχρι τῶν ὁρίων Ἰσαυρίας», Κ. Πορφ.)
αρχ.
1. θέτω όρια, ορίζω («Κῡνος δ' ἐστὶ τὸ ἐπίνειον, ἄκρα τερματίζουσα τὸν Ὀπούντιον κόλπον», Στράβ.)
2. μέσ. θέτω τέρμα για χάρη του εαυτού μου.