τετράστηλος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει τέσσερεις στήλες σε σελίδα εντύπου (α. «τετράστηλος τίτλος» β. «τετράστηλο κείμενο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστηλο
άρθρο εντύπου σε τέσσερεις στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. δίστηλος].