τετραμέτρητος

English (LSJ)

τετραμέτρητον, containing four μετρηταί, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier μετρηταί haltend, Ath. V, 199 d.

Greek (Liddell-Scott)

τετραμέτρητος: ὁ χωρῶν τέσσαρας μετρητάς, τετρ. κρατῆρες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 199Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις μετρητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μετρητός (< μετρῶ), πρβλ. ἰσομέτρητος].