μετρητός
English (LSJ)
μετρητή, μετρητόν,
A measurable, opp. ἄμετρος, Pl.Lg.820c; μ. πρὸς ἄλληλα ib.819e, Plt.284b; πένθος οὐ μ. E.Ba.1244.
II measured, μετρητὸν πίνειν Plu.2.156e, cf. Nonn. D. 3.64.
III to be measured, οὐ χοίνικι μ. ἡ τροφή Iamb.Protr.21.ιη'.
German (Pape)
[Seite 162] gemessen, meßbar; πένθος οὐ μ., Eur. Bacch. 1242; πάντα μετρητὰ πρὸς ἄλληλα, Plat. Legg. VII, 819 e. Gegensatz ἄμετρος, 820 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mesurable.
Étymologie: μετρέω.
Russian (Dvoretsky)
μετρητός: измеримый: τὰ μετρητὰ πρὸς ἄλληλα Plat. соизмеримые величины; πένθος οὐ μετρητόν Eur. безмерная скорбь.
Greek (Liddell-Scott)
μετρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μετρήσῃ, ἀντίθ. τῷ ἄμετρος, Πλάτ. Πολιτ. 284Β, Νόμ. 820C· μετρητὰ πρὸς ἄλληλα αὐτόθι 819Ε· πένθος οὐ μετρητὸν Εὐρ. Βάκχ. 1244.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μετρητός, -ή, -όν) μετρώ
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ' ἰδεῖν», Ευρ.)
2. αυτός που έχει οριστεί μετά από μέτρηση, ο μετρημένος («έφαγε στα χέρια τριάντα βεργιές μετρητές»)
νεοελλ.
1. ρυθμικός («πάσι με ζάλα μετρητά» — βαδίζουν με ρυθμικά βήματα, Ερωτ.)
2. φρ. α) «τοις μετρητοίς»
(σχετικά με πληρωμή) σε ρευστό χρήμα
β) «το παίρνω τοις μετρητοίς» — παίρνω κάτι σοβαρά υπ' όψιν
γ) «ο πωλών τοις μετρητοίς»
i) αυτός που πουλάει χωρίς να κάνει πίστωση
ii) μτφ. άνθρωπος αμέριμνος, χωρίς σκοτούρες
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετρητά
α) περιουσία χρηματική σε αντιδιαστολή προς την κτηματική ή αυτήν η οποία έχει καταχωρηθεί σε τίτλους («πήρε προίκα ένα σπίτι και πεντακόσιες χιλιάδες μετρητά»)
β) ρευστό χρήμα
μσν.
1. λιγοστός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μονάδα για μέτρηση υγρών.
Greek Monotonic
μετρητός: -ή, -όν (μετρέω), αυτός που μπορεί να μετρηθεί, σε Ευρ., Πλάτ
Middle Liddell
μετρητός, ή, όν μετρέω
measurable, Eur., Plat.