Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰσομέτρητος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομέτρητος Medium diacritics: ἰσομέτρητος Low diacritics: ισομέτρητος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: isométrētos Transliteration B: isometrētos Transliteration C: isometritos Beta Code: i)some/trhtos

English (LSJ)

ἰσομέτρητον, of equal measure or weight, εἰκών Pl.Phdr.235d, Plu.Sol.25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.

German (Pape)

[Seite 1265] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une mesure ou d'une grandeur égale.
Étymologie: ἴσος, μετρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομέτρητος: равный по размерам (подлиннику), в натуральную величину (εἰκών Plat.; ἀνδριάς Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομέτρητος: -ον, ἔχων ἴσον μέτρον, ἀνάλογος, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, πρός τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.

Greek Monolingual

ἰσομέτρητος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.)
επίρρ...
ἰσομετρήτως (Α)
ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο της χρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρητος (< μετρῶ), πρβλ. αερομέτρητος, κακομέτρητος].