τετρασέλιδος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις σελίδες («τετρασέλιδη εφημερίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σέλιδος (< σελίδα), πρβλ. πεντασέλιδος].
-η, -ο, Ν
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις σελίδες («τετρασέλιδη εφημερίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σέλιδος (< σελίδα), πρβλ. πεντασέλιδος].