τετραχοίνικος
English (LSJ)
τετραχοίνικον, holding four χοίνικες, μέτρον POxy.836 (i B.C.), cf. Dsc.1.33, PFlor.19.11 (iii A.D.), Eust.1854.12, AB342, etc.
German (Pape)
[Seite 1100] = τετραχοῖνιξ; Schol. Ar. Nub. 639; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰχοίνῐκος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 1. 39, Εὐστ. 1854. 12, Α. Β. 342, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χοίνικες («μέτρον τετραχοίνικον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χοίνικος (< χοῖνιξ, -οίνικος), πρβλ. πενταχοίνικος].