τινάκτειρα
English (LSJ)
ἡ (τινακτήρ not being in use), shaker, γῆς τινάκτειρα νόσος, of Poseidon's trident, A.Pr.924.
German (Pape)
[Seite 1117] ἡ, fem. zum Folgdn; τρίαινα γῆς τιν. Aesch. Prom. 926.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui ébranle, gén..
Étymologie: τινάσσω.
Russian (Dvoretsky)
τῑνάκτειρα: ἡ потрясательница: γῆς τ. τρίαινα Aesch. потрясающий землю трезубец (Посидона).
Greek (Liddell-Scott)
τῐνάκτειρα: ἡ, (τινακτήρ, τὸ ἀρσ. ἄχρηστον), ἡ τινάσσουσα, σείουσα, διασείουσα, θαλασσίαν τε γῆς τινάκτειραν νόσον τρίαιναν, τὴν τοῦ Ποσειδῶνος, Αἰσχύλ. Πρ. 924. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτή που κινεί ή κουνά κάτι με μεγάλη δύναμη, που το σείει, το τραντάζει («γῆς τινάκτειραν... τρίαιναν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα -τειρα (πρβλ. ἁρπάκτειρα)].
Greek Monotonic
τῐνάκτειρα: ἡ (το αρσ. τινακτήρ δεν χρησιμοποιείται) αυτή που ταρακουνά, τῆς τινάκτειρα νόσος, λέγεται για την τρίαινα του Ποσειδώνα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τῐνάκτειρα, ἡ, [τινακτήρ is not in use]
a shaker, τῆς τινάκτειρα νόσος, of Poseidon's trident, Aesch.