ἁρπάκτειρα
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἁρπακτήρ, AP 7.172 (Antip.Sid.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ladrona fig. ἁρπάκτειρα ... σπέρματος AP 7.172 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 358] ἡ, Räuberin, σπέρματος, heißt der Kranich, Ant. Sid. 105 (VII, 172).
Russian (Dvoretsky)
ἁρπάκτειρα: ἡ похитительница Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάκτειρα: ἡ θηλ. τοῦ ἑπ. Ἀνθ. Π. 7. 172.
Greek Monotonic
ἁρπάκτειρα: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ανθ.