τρίκαρπος

English (LSJ)

τρίκαρπον,
A bearing fruit or crops thrice a year, ἄρουραι D.H.1.37.
II = τριέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1143] dreimal im Jahre Frucht bringend, D. Hal. 1, 37; Hesych. erkl. τριετής.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκαρπος: -ον, ὁ παράγων καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους, ἄρουραι Διον. Ἁλ. 1. 37. ΙΙ. = τριέτης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρπον
τριετῆ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + καρπός (πρβλ. μυριόκαρπος)].