μυριόκαρπος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόκαρπος Medium diacritics: μυριόκαρπος Low diacritics: μυριόκαρπος Capitals: ΜΥΡΙΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: myriókarpos Transliteration B: myriokarpos Transliteration C: myriokarpos Beta Code: murio/karpos

English (LSJ)

μυριόκαρπον, with countless fruit, φυλλάς S.OC676 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 219] mit unzähligen Früchten, φυλλάς, Soph. O. C. 682.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits innombrables.
Étymologie: μυρίος, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόκαρπος: покрытый множеством плодов (φυλλάς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους καρπούς, Σοφ. Ο. Κ. 676.

Greek Monolingual

μυριόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει αναρίθμητους καρπούς («τὰν ἄβατον θεοῦ φυλλάδα μυριόκαρπον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + καρπός].

Greek Monotonic

μῡριόκαρπος: -ον, αυτός που έχει αναρίθμητους καρπούς, σε Σοφ.

Middle Liddell

μῡριό-καρπος, ον
with countless fruit, Soph.