μυριόκαρπος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
μυριόκαρπον, with countless fruit, φυλλάς S.OC676 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 219] mit unzähligen Früchten, φυλλάς, Soph. O. C. 682.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux fruits innombrables.
Étymologie: μυρίος, καρπός.
Russian (Dvoretsky)
μῡριόκαρπος: покрытый множеством плодов (φυλλάς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους καρπούς, Σοφ. Ο. Κ. 676.
Greek Monolingual
μυριόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει αναρίθμητους καρπούς («τὰν ἄβατον θεοῦ φυλλάδα μυριόκαρπον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + καρπός].
Greek Monotonic
μῡριόκαρπος: -ον, αυτός που έχει αναρίθμητους καρπούς, σε Σοφ.