τρίοζος

English (LSJ)

[ῐ], ον, with three branches or boughs, Thphr. HP 1.1.8, al.

German (Pape)

[Seite 1145] dreizweigig, dreiästig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τρίοζος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ὄζους, ἤτοι κλάδους ἢ κλῶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 8, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ' ἴσου τε καὶ κατ' ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντοζος)].