τρίστρατο

Greek Monolingual

το, Ν
σταυροδρόμι, συμβολή τριών οδών («Γιατί μέ δέρνεις, μάνα μου, γιατί μέ παραπαίρνεις / και μέ πετάς στα τρίστρατα σαν έρημο αποπαίδι;», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στρατί «δρομάκι»].