τραγόπους
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, goat-footed, Simon.133, AP6.315 (Nicod.).
German (Pape)
[Seite 1133] οδος, bocksfüßig, Ep. ad. 315 (Plan. 262).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, πούς.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγόπους: 2, gen. ποδος козлоногий (Πάν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας τράγου, Σιμωνίδ. 134, Ἀνθ. Π. 6. 315· τὸν τραγόπουν καὶ τὸν σεμνὸν Πᾶνα Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 81C.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
(λόγιος τ.) τραγοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντόπους].
Greek Monotonic
τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρᾰγό-πους,
goat-footed, Anth.