τραγῳδάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of τραγῳδία, D.L.6.80.

German (Pape)

[Seite 1133] τό, dim. von τραγῳδία, D. L. 6, 80.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδάριον: (δᾰ) τό маленькая трагедия Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τραγῳδία, Διογ. Λ. 6. 80.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. του τραγωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον). Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. της λ. τραγῳδία.